-
1 иметь
иметьнесов в разн. знач. ἔχω / κατέχω (обладать):\иметь деньги ἔχω χρήματα· \иметь право ἔχω δικαίωμα· \иметь много друзей ἔχω πολλούς φίλους· \иметь успех ἔχω ἐπιτυχία· \иметь возможность ἔχω τή δυνατότητα· \иметь значение ἔχω σημασία· \иметь отношение ἔχω σχέση· \иметь обыкновение ἔχω τή συνήθεια· \иметь что́-л. при себе κουβαλώ κάτι μαζί μου· не \иметь ничего́ против δέν ἔχω καμιάν ἀντίρρηση· \иметь в виду́ ἔχω ὑπ' ὀψιν \иметь дело с кем-л. ἔχω νά κάνω μέ κάποιον. -
2 иметь
иметь в разн. знач. έχω* διαθέτω (располагать) \иметь пра во έχω το δικαίωμα \иметь успех έχω επιτυχία* \иметь значение έχω σημασία \иметь возможность μπορώ, έχω τη δυνατότητα \иметься безл.: имеется ... υπάρ χει... в магазине имеется в продаже ... στο κατάστημα υπάρχει..., το κατάστημα δια θέτει...* * *в разн. знач.έχω;·διαθέτω( располагать)име́ть пра́во — έχω το δικαίωμα
име́ть успе́х — έχω επιτυχία
име́ть значе́ние — έχω σημασία
име́ть возмо́жность — μπορώ, έχω τη δυνατότητα
-
3 иметь
-ю, -ешьρ.δ. μ.1. έχω, κατέχω•иметь деньги έχω χρήματα•
иметь право έχω δικαίωμα•
иметь талант έχω ταλέντο•
это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•
иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•
иметь возможность έχω τη δυνατότητα•
иметь стыд ντρέπομαι.
|| (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•
эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.
|| διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•
вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.
3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•иметь применение εφαρμόζομαι•
иметь притязание διεκδικώ•
хождение κυκλοφορώ.
4. έχω αγαπητικό.εκφρ.иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.υπάρχω•препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•
-ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•
по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.
εκφρ.иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη. -
4 иметь
1. (владеть) έχω, κατέχω 2. (обладать, располагать кем-, чём-л.) διαθέτω 3. (располагать в качестве кого-, чего-л.) χρησιμοποιώ, διαθέτω 4. (в некоторых выражениях)- ет место συμβαίνει, λαμβάνει χώρα(ν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иметь
-
5 έχω
[эхо] р. иметь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έχω
-
6 иметь
[ιμιέτ'] ρ. έχω -
7 иметь
[ιμιέτ'] ρ έχω -
8 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
9 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
10 возможность
возможность ж η δυνατότητα, το δυνατό; иметь \возможность έχω τη δυνατότητα* * *жη δυνατότητα, το δυνατόиме́ть возмо́жность — έχω τη δυνατότητα
-
11 значение
значение с 1) (смысл ) η έν νοια 2) (важность ) η σημασία иметь \значение έχω σημασία при давать \значение δίνω σημασία* * *с1) ( смысл) η έννοια2) ( важность) η σημασίαиме́ть значе́ние — έχω σημασία
придава́ть значе́ние — δίνω σημασία
-
12 успех
успех м η επιτυχία; желаю \успеха σας εύχομαι καλή επιτυχία; делать \успехи προοδεύω; пользоваться \успехом, иметь \успех έχω επιτυχία* * *мη επιτυχίαжела́ю успе́ха — σας εύχομαι καλή επιτυχία
де́лать успе́хи — προοδεύω
по́льзоваться успе́хом, име́ть успе́х — έχω επιτυχία
-
13 ценность
ценность ж 1) η αξία; иметь \ценность έχω αξία 2) (ценная вещь) чаще мн. οι αξίες; культурные \ценностьи οι πολιτιστικές αξίες; материальные \ценностьи οι υλικές αξίες* * *ж1) η αξίαиме́ть це́нность — έχω αξία
2) ( ценная вещь) чаще мн. οι αξίεςкульту́рные це́нности — οι πολιτιστικές αξίες
материа́льные це́нности — οι υλικές αξίες
-
14 притязание
притязаниес ἡ ἀξίωση [-ις], ἡ ἀπαί-τηση [-ις]:иметь \притязаниея ἔχω ἀξιώσεις, ἔχω ἀπαιτήσεις. -
15 честь
чест||ьж ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψη [-ις]:дело (долг) \честьи τό ζήτημα (то καθήκον) τιμής· суд \честьи τό δικαστήριο τιμής· задеть (затронуть) чью-л, \честь θίγω τήν τιμή κάποιου· ◊ кляну́сь \честьью! ὁρκίζομαι στήν τιμή μου!· в \честь кого-л. προς τιμήν κάποιου· быть в \честьи́ у кого́-л. χαίρω τής ἐκτιμήσεως κάποιου· к \честьи его́ надо сказать προς τιμήν του πρέπει νά είπω-θεΐ· это делает ему́ \честь αὐτό τόν τιμᾶ· оказать \честь кому́-л. τιμώ κάποιον сделайте мне \честь пообедать у меня κάνετε μου τήν τιμή νά γευματίσετε στό σπίτι μου· я считаю за \честь θεωρώ τιμή[ν] μου· иметь \честь ἔχω (или (λαμβάνω) τήν τιμήν не имею \честьи знать δέν ἔχω τήν τιμή νά γνωρίζω· на его́ долю выпала \честь τοῦ ἔλαχε ἡ τιμή· отдавать \честь воен. ἀπονέμω (τάς) τιμάς· пора и \честь знать μή βγαίνεις ἀπό τά ὅρια, πᾶν μέτρον ἄριστον просить \честь ью παρακαλώ μέ τό καλό. -
16 доверенность
το πληρεξούσι/ο, η εξουσιοδότηση- действительна на... дней - ισχύει για χρονικό διάστημα... ημερώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доверенность
-
17 долг
1. (обязанность) το καθήκον, το χρέος, η υποχρέωση 2. (то, что взято или отдано заимообразно) το χρέ/ος, η οφειλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долг
-
18 трудность
η δυσκολί/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трудность
-
19 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
20 возможность
возможн||остьж1. δυνατότητα, τό ἐνδεχόμενο/ ἡ εὐκαιρία, ἡ κατάλληλη περίσταση (благоприятный случай):иметь \возможность ἔχω τήν δυνατότητα· при первой \возможностьости μέ τήν πρώτη εὐκαιρία, μόλις θά εἶναι δυνατό· по (мере) \возможностьости κατά τό δυνατόν, τό κατά δύναμη, ἐφ' ὀσον θά εἶναι δυνατό·2. \возможностьости мн. τά μέσα, οἱ πόροι, οἱ δυνατότητες.
См. также в других словарях:
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Русский язык Одессы — Одесский говор Произношение: с южным акцентом Страны: Российская Империя, СССР … Википедия
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция … Википедия